επιστασία

επιστασία
η (AM ἐπιστασία
Α και ἐπιστασίη) [επιστάτης]
1. επίβλεψη, επιτήρηση
2. φροντίδα, επιμέλεια
μσν.- νεοελλ.
φρ. «Ἱερά Ἐπιστασία τοῡ ‘Αγίου Ὄρους» — το τετραμελές Εκτελεστικό Σώμα τής μοναχικής πολιτείας τού Ἁγίου Όρους
νεοελλ.
υπηρεσία από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες η οποία ασχολείται με την κανονική εξυπηρέτηση και λειτουργία ορισμένου τμήματος τού σκάφους τού πολεμικού ναυτικού
αρχ.
1. αναγνώριση, διάγνωση
2. εξουσία, διοίκηση («τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπιστασίας», Διόδ. Σικ.)
3. επίθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιστασία — ἐπιστασίᾱ , ἐπιστάσιος Jupiter Stator fem nom/voc/acc dual ἐπιστασίᾱ , ἐπιστάσιος Jupiter Stator fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐπιστασίᾱ , ἐπιστασία attention fem nom/voc/acc dual ἐπιστασίᾱ , ἐπιστασία attention fem nom/voc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστασίᾳ — ἐπιστασίᾱͅ , ἐπιστάσιος Jupiter Stator fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιστασίαι , ἐπιστασία attention fem nom/voc pl ἐπιστασίᾱͅ , ἐπιστασία attention fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστασία — η 1. το έργο και το αξίωμα του επιστάτη, εποπτεία, φροντίδα, επίβλεψη: Επιστασία των έργων γεφυροποιίας. 2. (ναυτ.), καθεμιά από τις υπηρεσίες στις οποίες κατανέμεται το προσωπικό και το υλικό πολεμικού πλοίου: Επιστασία μηχανών. 3. (εκκλησ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιστασίας — ἐπιστασίᾱς , ἐπιστάσιος Jupiter Stator fem acc pl ἐπιστασίᾱς , ἐπιστάσιος Jupiter Stator fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπιστασίᾱς , ἐπιστασία attention fem acc pl ἐπιστασίᾱς , ἐπιστασία attention fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστασίαι — ἐπιστασίᾱͅ , ἐπιστάσιος Jupiter Stator fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιστασία attention fem nom/voc pl ἐπιστασίᾱͅ , ἐπιστασία attention fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστασίαν — ἐπιστασίᾱν , ἐπιστάσιος Jupiter Stator fem acc sg (attic doric aeolic) ἐπιστασίᾱν , ἐπιστασία attention fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστασιῶν — ἐπιστασία attention fem gen pl ἐπιστασιάζω to be at variance further fut part act masc voc sg ἐπιστασιάζω to be at variance further fut part act neut nom/voc/acc sg ἐπιστασιάζω to be at variance further fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Mount Athos — Ἅγιον Ὄρος Agion Oros (Αυτόνομη Μοναστικὴ Πολιτεία Ἁγίου Ὄρους) Aftonomi Monastiki Politia Agiou Orous location of Mount Athos in Greece …   Wikipedia

  • Arvanitika — This article is about a language spoken in Greece. For the related language spoken in Italy, see Arbëresh. Arvanitika Arbërisht Pronunciation [aɾbəˈɾiʃt] Spoken in Greece …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”